- αείφωτος
- -η, -ο και -ος, -ο (Α ἀείφωτος, -ον)αυτός που εκπέμπει διαρκώς φως, ο πάντοτε φεγγοβόλος («ήλιος αείφωτος»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… … Dictionary of Greek
ՄՇՏԱԼՈՅՍ — (լուսոյ.) NBH 2 0288 Chronological Sequence: 8c, 9c ա.գ. ἁείφωτος semper lucens. Միշտ լուսաւոր. եւ միշտ անաղօտ. *Մեծս այս եւ բոլորափայլ եւ եւ մշտալոյս արեգակն. Դիոն. ածայ.: *Հանապազորդ վառումն լուսոյն զմշտալոյս պայծառութիւն արդարոցն ցուցանէ առ ʼի … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)